περικαλώ

περικαλώ
περικαλάω см. παρακαλώ

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "περικαλώ" в других словарях:

  • περικαλώ — Ν (διαλ. τ.) παρακαλώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Διαλ. τ. τού παρακαλώ με αντικατάσταση τής πρόθεσης παρά από την περί] …   Dictionary of Greek

  • περικαλῶ — περί καλέω call fut ind act 1st sg (attic epic doric) περί καλέω call pres subj act 1st sg (attic epic doric) περί καλέω call pres ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περικαλεστός — ή, ό, Ν [περικαλώ] (διαλ. τ.) παρακαλεστός …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»